Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὡρηφόρος
ὦρθεν
ὠρίζεσκον
ὡρικός
ὥριος
ὤριος
ὡρισμένος
Ὠρίων
ὤρνυον
ὤρνυτο
ὦρος
ὤρουσα
ὦρσα
ὦρτο
ὠρῡγή
ὠρῡθμός
ὠρῡ́ομαι
ὥρων
ὠρώρει
ὡς
ὦς
View word page
ὦρος
ὦροςm seeἄωρος3

ShortDef

Oros, warrior in Homer
sleep ( > ἄωρος)
Dor. > ὅρος

Debugging

Headword:
ὦρος
Headword (normalized):
ὦρος
Headword (normalized/stripped):
ωρος
IDX:
27599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27600
Key:
ὦρος

Data

{'headword_display': '<b>ὦρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὦρος</HL><PS>m</PS></HG> <XR>see<Ref>ἄωρος<Hm>3</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὦρος'}