Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Αἰνείᾱς
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἴνημι
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόμορος
View word page
αἰνικτηρίως
αἰνικτηρίωςadvαἰνικτήρ one who speaks in riddlesenigmatically, puzzlinglyA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰνικτηρίως
Headword (normalized):
αἰνικτηρίως
Headword (normalized/stripped):
αινικτηριως
IDX:
2759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2760
Key:
αἰνικτηρίως

Data

{'headword_display': '<b>αἰνικτηρίως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>αἰνικτηρίως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>αἰνικτήρ</Ref><ital> one who speaks in riddles</ital></Ety></vHG><advS1><Tr>enigmatically, puzzlingly</Tr><Au>A.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'αἰνικτηρίως'}