Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὤρεσσι
ὤρετο
ὠρεύω
ὥρη
ὡρηφόρος
ὦρθεν
ὠρίζεσκον
ὡρικός
ὥριος
ὤριος
ὡρισμένος
Ὠρίων
ὤρνυον
ὤρνυτο
ὦρος
ὤρουσα
ὦρσα
ὦρτο
ὠρῡγή
ὠρῡθμός
ὠρῡ́ομαι
View word page
ὡρισμένος
ὡρισμένοςpf.pass.ptcpl.adj ὡρισμένωςadvsee underὁρίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὡρισμένος
Headword (normalized):
ὡρισμένος
Headword (normalized/stripped):
ωρισμενος
IDX:
27595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27596
Key:
ὡρισμένος

Data

{'headword_display': '<b>ὡρισμένος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὡρισμένος</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adj</PS></HG><HG><HL> ὡρισμένως</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ὁρίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὡρισμένος'}