Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰναρέτης
Αἰνείᾱς
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἴνημι
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
View word page
αἰνίζομαι
αἰνίζομαιmid.vbαἶνος praise, congratulatesomeoneHom.

ShortDef

(αἰνέω) praise

Debugging

Headword:
αἰνίζομαι
Headword (normalized):
αἰνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αινιζομαι
IDX:
2758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2759
Key:
αἰνίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>αἰνίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>αἰνίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>αἶνος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>praise, congratulate</Tr><Obj>someone<Au>Hom.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'αἰνίζομαι'}