Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἷν
αἰναρέτης
Αἰνείᾱς
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἴνημι
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
View word page
αἰνιγμός
αἰνιγμόςοῦm riddling languageE. Ar. Pl. Aeschin. Plu.

ShortDef

a riddle

Debugging

Headword:
αἰνιγμός
Headword (normalized):
αἰνιγμός
Headword (normalized/stripped):
αινιγμος
IDX:
2757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2758
Key:
αἰνιγμός

Data

{'headword_display': '<b>αἰνιγμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αἰνιγμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>riddling language</Tr><Au>E. Ar. Pl. Aeschin. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'αἰνιγμός'}