Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἵμων
αἷν
αἰναρέτης
Αἰνείᾱς
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἴνημι
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
View word page
αἰνιγματώδης
αἰνιγματώδηςεςadjof words, speechenigmatic, riddling, puzzlingA. Pl. Arist. Plb. αἰνιγματωδέστερονcompar.adv in a rather enigmatic mannerPl.

ShortDef

riddling, dark

Debugging

Headword:
αἰνιγματώδης
Headword (normalized):
αἰνιγματώδης
Headword (normalized/stripped):
αινιγματωδης
IDX:
2756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2757
Key:
αἰνιγματώδης

Data

{'headword_display': '<b>αἰνιγματώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰνιγματώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of words, speech</Indic><Tr>enigmatic, riddling, puzzling</Tr><Au>A. Pl. Arist. Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>αἰνιγματωδέστερον</HL><PS>compar.adv</PS></vHG> <advS1><Tr>in a rather enigmatic manner</Tr><Au>Pl.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'αἰνιγματώδης'}