Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητιάω
ὠνητός
ὠνινάμην
ὤνιος
ὠνομασμένως
ὠνόμηνα
ὦνος
ὠνοσάμην
ὠνούμηνα
ᾦξα
ᾠόν
ὠόπ
ᾠοτοκέω
ὦπα
ὥπερ
ὧπερ
ὠπή
ὦπται
ὥρᾱ
View word page
ὠνούμηνα
ὠνούμηναBoeot.aor.seeὀνομαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠνούμηνα
Headword (normalized):
ὠνούμηνα
Headword (normalized/stripped):
ωνουμηνα
IDX:
27565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27566
Key:
ὠνούμηνα

Data

{'headword_display': '<b>ὠνούμηνα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὠνούμηνα<LblR>Boeot.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὀνομαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὠνούμηνα'}