Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὠνήθην
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητιάω
ὠνητός
ὠνινάμην
ὤνιος
ὠνομασμένως
ὠνόμηνα
ὦνος
ὠνοσάμην
ὠνούμηνα
ᾦξα
ᾠόν
ὠόπ
ᾠοτοκέω
ὦπα
ὥπερ
ὧπερ
ὠπή
ὦπται
View word page
ὠνοσάμην
ὠνοσάμηνaor.mid.seeὄνομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠνοσάμην
Headword (normalized):
ὠνοσάμην
Headword (normalized/stripped):
ωνοσαμην
IDX:
27564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27565
Key:
ὠνοσάμην

Data

{'headword_display': '<b>ὠνοσάμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὠνοσάμην<LblR>aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄνομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὠνοσάμην'}