Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὦνερ
ὠνή
ὠνήθην
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητιάω
ὠνητός
ὠνινάμην
ὤνιος
ὠνομασμένως
ὠνόμηνα
ὦνος
ὠνοσάμην
ὠνούμηνα
ᾦξα
ᾠόν
ὠόπ
ᾠοτοκέω
ὦπα
ὥπερ
ὧπερ
View word page
ὠνόμηνα
ὠνόμηναaor.seeὀνομαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠνόμηνα
Headword (normalized):
ὠνόμηνα
Headword (normalized/stripped):
ωνομηνα
IDX:
27562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27563
Key:
ὠνόμηνα

Data

{'headword_display': '<b>ὠνόμηνα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὠνόμηνα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὀνομαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὠνόμηνα'}