Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὦνδρες
ὥνεκα
ὠνέομαι
ὦνερ
ὠνή
ὠνήθην
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητιάω
ὠνητός
ὠνινάμην
ὤνιος
ὠνομασμένως
ὠνόμηνα
ὦνος
ὠνοσάμην
ὠνούμηνα
ᾦξα
ᾠόν
ὠόπ
ᾠοτοκέω
View word page
ὠνινάμην
ὠνινάμην
impf.mid.
see
ὀνίνημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὠνινάμην
Headword (normalized):
ὠνινάμην
Headword (normalized/stripped):
ωνιναμην
IDX:
27559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27560
Key:
ὠνινάμην
Data
{'headword_display': '<b>ὠνινάμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὠνινάμην<LblR>impf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὀνίνημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὠνινάμην'}