Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὠμοβόειος
ὠμοβόινος
ὠμοβόλος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβυρσος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθην
ὠμόθῡμος
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμόσῑτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμότης
View word page
ὠμόθην
ὠμόθηνaor.pass.seeὄμνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠμόθην
Headword (normalized):
ὠμόθην
Headword (normalized/stripped):
ωμοθην
IDX:
27531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27532
Key:
ὠμόθην

Data

{'headword_display': '<b>ὠμόθην</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὠμόθην<LblR>aor.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄμνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὠμόθην'}