Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὦλξ
ὠλόμενος
ὠλόμην
ὦμεν
ᾤμην
ὠμηστής
ὠμοβοέη
ὠμοβόειος
ὠμοβόινος
ὠμοβόλος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβυρσος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθην
ὠμόθῡμος
ὤμοι
ὠμοκρατής
View word page
ὠμο-βόρος
ὠμο-βόροςονadjβιβρώσκω of Bacchantseating raw fleshAR.

ShortDef

eating raw flesh

Debugging

Headword:
ὠμοβόρος
Headword (normalized):
ὠμοβόρος
Headword (normalized/stripped):
ωμοβορος
IDX:
27524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27525
Key:
ὠμοβόρος

Data

{'headword_display': '<b>ὠμο-βόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὠμο-βόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βιβρώσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Bacchants</Indic><Tr>eating raw flesh</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὠμοβόρος'}