Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὠλεσίοικος
ὤλισθον
ὦλξ
ὠλόμενος
ὠλόμην
ὦμεν
ᾤμην
ὠμηστής
ὠμοβοέη
ὠμοβόειος
ὠμοβόινος
ὠμοβόλος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβυρσος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθην
ὠμόθῡμος
View word page
ὠμο-βόινος
ὠμο-βόινοςη ονIon.adjof shieldsmade of untanned oxhideHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠμοβόινος
Headword (normalized):
ὠμοβόινος
Headword (normalized/stripped):
ωμοβοινος
IDX:
27522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27523
Key:
ὠμοβόινος

Data

{'headword_display': '<b>ὠμο-βόινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὠμο-βόινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG><aS1><Indic>of shields</Indic><Tr>made of untanned oxhide</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὠμοβόινος'}