Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὤλισθον
ὦλξ
ὠλόμενος
ὠλόμην
ὦμεν
ᾤμην
ὠμηστής
ὠμοβοέη
ὠμοβόειος
ὠμοβόινος
ὠμοβόλος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβυρσος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
View word page
ὠμο-βοέη
ὠμο-βοέηηςIon.fβόειος untanned oxhideHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠμοβοέη
Headword (normalized):
ὠμοβοέη
Headword (normalized/stripped):
ωμοβοεη
IDX:
27520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27521
Key:
ὠμοβοέη

Data

{'headword_display': '<b>ὠμο-βοέη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὠμο-βοέη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>βόειος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>untanned oxhide</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὠμοβοέη'}