Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὠκύς
ὠκύτης
ὠκυτόκιον
ὠκυτόκος
ὠλένη
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὤλισθον
ὦλξ
ὠλόμενος
ὠλόμην
ὦμεν
ᾤμην
ὠμηστής
ὠμοβοέη
ὠμοβόειος
ὠμοβόινος
ὠμοβόλος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
View word page
ὠλόμενος
ὠλόμενοςAeol.aor.2 mid.ptcpl.adjseeὀλόμενος, underὄλλῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠλόμενος
Headword (normalized):
ὠλόμενος
Headword (normalized/stripped):
ωλομενος
IDX:
27515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27516
Key:
ὠλόμενος

Data

{'headword_display': '<b>ὠλόμενος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὠλόμενος</HL><PS>Aeol.aor.2 mid.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὀλόμενος</Ref>, under<Ref>ὄλλῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὠλόμενος'}