Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκυτόκιον
ὠκυτόκος
ὠλένη
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὤλισθον
ὦλξ
ὠλόμενος
ὠλόμην
ὦμεν
ᾤμην
ὠμηστής
ὠμοβοέη
ὠμοβόειος
ὠμοβόινος
ὠμοβόλος
View word page
ὤλισθον
ὤλισθονaor.2seeὀλισθάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὤλισθον
Headword (normalized):
ὤλισθον
Headword (normalized/stripped):
ωλισθον
IDX:
27513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27514
Key:
ὤλισθον

Data

{'headword_display': '<b>ὤλισθον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὤλισθον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὀλισθάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὤλισθον'}