Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾤκτειρα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδῑ́νᾱτος
ὠκύδρομος
ὠκύθοος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκυπόδᾱς
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκυτόκιον
ὠκυτόκος
ὠλένη
ὤλεσα
View word page
ὠκύ-πομπος
ὠκύ-πομποςονadjπομπός of shipsproviding swift conveyanceswiftly movingB. E.

ShortDef

quick-sending, conveying rapidly

Debugging

Headword:
ὠκύπομπος
Headword (normalized):
ὠκύπομπος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπομπος
IDX:
27500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27501
Key:
ὠκύπομπος

Data

{'headword_display': '<b>ὠκύ-πομπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὠκύ-πομπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πομπός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Def>providing swift conveyance</Def><Tr>swiftly moving</Tr><Au>B. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὠκύπομπος'}