Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνῡμι
ἀπορρηθῆναι
ἀπόρρημα
ἀπόρρησις
ἀπόρρητος
ἀπορρῑγέω
ἀπορρῑ́πτω
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρρους
ἀπορρυπαίνομαι
ἀπορρύπτομαι
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπορρώξ
ἀπορφανίζομαι
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
View word page
ἀπόρροια
ἀπόρροιαᾱςfoutflowof a river, fr. a cityX.

ShortDef

effluvia

Debugging

Headword:
ἀπόρροια
Headword (normalized):
ἀπόρροια
Headword (normalized/stripped):
απορροια
IDX:
274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-275
Key:
ἀπόρροια

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόρροια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόρροια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>outflow<Expl>of a river, fr. a city</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόρροια'}