Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὠκέως
ὤκιστος
ᾤκτειρα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδῑ́νᾱτος
ὠκύδρομος
ὠκύθοος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκυπόδᾱς
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκυτόκιον
ὠκυτόκος
View word page
ὠκυπόδᾱς
ὠκυπόδᾱςdial.masc.adjsee underὠκύπους

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠκυπόδᾱς
Headword (normalized):
ὠκυπόδᾱς
Headword (normalized/stripped):
ωκυποδας
IDX:
27498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27499
Key:
ὠκυπόδᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ὠκυπόδᾱς</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὠκυπόδᾱς</HL><PS>dial.masc.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>ὠκύπους</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὠκυπόδᾱς'}