Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμυλίᾱ
αἱμύλιος
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἵμων
αἵμων
αἷν
αἰναρέτης
Αἰνείᾱς
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἴνημι
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
View word page
αἰν-αρέτης
αἰν-αρέτηςουmαἰνόςἀρετή ref. to Achillesman whose valour is fatalto his friendsIl.

ShortDef

terribly brave

Debugging

Headword:
αἰναρέτης
Headword (normalized):
αἰναρέτης
Headword (normalized/stripped):
αιναρετης
IDX:
2748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2749
Key:
αἰναρέτης

Data

{'headword_display': '<b>αἰν-αρέτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αἰν-αρέτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>αἰνός</Ref><Ref>ἀρετή</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>ref. to Achilles</Indic><Tr>man whose valour is fatal<Expl>to his friends</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'αἰναρέτης'}