Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
νωθρότης
νῶι
νωίτερος
νωλεμές
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νῷν
νώνυμος
νῶροψ
νωσάμενος
νώτια
νωτιαῖος
νωτίζω
νῶτον
νωτοφόρος
νωχελής
νωχελίη
ὡ
ὥ
ὤ
View word page
νωσάμενος
νωσάμενος
Ion.aor.mid.ptcpl.
see
νοέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νωσάμενος
Headword (normalized):
νωσάμενος
Headword (normalized/stripped):
νωσαμενος
IDX:
27439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27440
Key:
νωσάμενος
Data
{'headword_display': '<b>νωσάμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>νωσάμενος<LblR>Ion.aor.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>νοέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νωσάμενος'}