Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυχεύω
νύχιος
νώ
νῷ
νωδός
νωδυνίᾱ
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νωθρός
νωθρότης
νῶι
νωίτερος
νωλεμές
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νῷν
νώνυμος
νῶροψ
νωσάμενος
View word page
νωθρότης
νωθρότηςητοςf sluggishnessof mind Arist. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νωθρότης
Headword (normalized):
νωθρότης
Headword (normalized/stripped):
νωθροτης
IDX:
27429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27430
Key:
νωθρότης

Data

{'headword_display': '<b>νωθρότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νωθρότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>sluggishness<Expl>of mind</Expl></Tr><Au> Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νωθρότης'}