Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμυλίᾱ
αἱμύλιος
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἵμων
αἵμων
αἷν
αἰναρέτης
Αἰνείᾱς
αἰνετός
View word page
αἱμό-φυρτος
αἱμό-φυρτοςονadjφῡ́ρω of corpsessoaked in bloodPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἱμόφυρτος
Headword (normalized):
αἱμόφυρτος
Headword (normalized/stripped):
αιμοφυρτος
IDX:
2740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2741
Key:
αἱμόφυρτος

Data

{'headword_display': '<b>αἱμό-φυρτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱμό-φυρτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φῡ́ρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of corpses</Indic><Tr>soaked in blood</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱμόφυρτος'}