Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νύμφη
νυμφήιον
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφότῑμος
νυμφών
νῦν
νυν
νύξ
νύξα
νυός
Νῦσα
νύσσα
νύσσω
View word page
νυμφό-ληπτος
νυμφό-ληπτοςονadjληπτός of personspossessed by nymphsfrenzied, enrapturedPl. Arist. Plu.

ShortDef

caught by nymphs

Debugging

Headword:
νυμφόληπτος
Headword (normalized):
νυμφόληπτος
Headword (normalized/stripped):
νυμφοληπτος
IDX:
27405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27406
Key:
νυμφόληπτος

Data

{'headword_display': '<b>νυμφό-ληπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυμφό-ληπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ληπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>possessed by nymphs</Def><Tr>frenzied, enraptured</Tr><Au>Pl. Arist. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νυμφόληπτος'}