Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφήιον
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφότῑμος
νυμφών
νῦν
νυν
νύξ
νύξα
νυός
Νῦσα
View word page
νυμφοκομέω
νυμφοκομέωcontr.vbνυμφοκόμος of a womanwear one's bridal apparelE.

ShortDef

to dress a bride

Debugging

Headword:
νυμφοκομέω
Headword (normalized):
νυμφοκομέω
Headword (normalized/stripped):
νυμφοκομεω
IDX:
27403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27404
Key:
νυμφοκομέω

Data

{'headword_display': '<b>νυμφοκομέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>νυμφοκομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νυμφοκόμος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>wear one's bridal apparel</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'νυμφοκομέω'}