Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυμφευτήρια
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφήιον
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφότῑμος
νυμφών
νῦν
νυν
νύξ
νύξα
View word page
νυμφο-γέννητος
νυμφο-γέννητοςονadjγεννητός of satyrsborn from nymphsS.Ichn.

ShortDef

born of a nymph

Debugging

Headword:
νυμφογέννητος
Headword (normalized):
νυμφογέννητος
Headword (normalized/stripped):
νυμφογεννητος
IDX:
27401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27402
Key:
νυμφογέννητος

Data

{'headword_display': '<b>νυμφο-γέννητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυμφο-γέννητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γεννητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of satyrs</Indic><Tr>born from nymphs</Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'νυμφογέννητος'}