Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυμφεύματα
νυμφευτήρια
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφήιον
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφότῑμος
νυμφών
νῦν
νυν
νύξ
View word page
νύμφιος
νύμφιοςᾱ ονadjof a feastbridal, marriagePi.of a bedCall.

ShortDef

of marriage, bridal

Debugging

Headword:
νύμφιος
Headword (normalized):
νύμφιος
Headword (normalized/stripped):
νυμφιος
IDX:
27400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27401
Key:
νύμφιος

Data

{'headword_display': '<b>νύμφιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νύμφιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a feast</Indic><Tr>bridal, marriage</Tr><Au>Pi.</Au><aS2><Indic>of a bed</Indic><Au>Call.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'νύμφιος'}