Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυμφαγωγός
νυμφαῖος
νυμφεῖον
νυμφεῖος
νυμφεύματα
νυμφευτήρια
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφήιον
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφότῑμος
View word page
νυμφήιον
νυμφήιονep.nseeνυμφεῖον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυμφήιον
Headword (normalized):
νυμφήιον
Headword (normalized/stripped):
νυμφηιον
IDX:
27396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27397
Key:
νυμφήιον

Data

{'headword_display': '<b>νυμφήιον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νυμφήιον</HL><PS>ep.n</PS></HG><XR>see<Ref>νυμφεῖον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νυμφήιον'}