Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυμφᾱγέτᾱς
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγίᾱ
νυμφαγωγός
νυμφαῖος
νυμφεῖον
νυμφεῖος
νυμφεύματα
νυμφευτήρια
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφήιον
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
View word page
νυμφεύτρια
νυμφεύτριαᾱςfwoman who accompanies the brideto the bridal chamberbride's attendantAr. Plu.

ShortDef

a bride's-maid

Debugging

Headword:
νυμφεύτρια
Headword (normalized):
νυμφεύτρια
Headword (normalized/stripped):
νυμφευτρια
IDX:
27393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27394
Key:
νυμφεύτρια

Data

{'headword_display': '<b>νυμφεύτρια</b>', 'content': "<NE><HG><HL>νυμφεύτρια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>woman who accompanies the bride<Expl>to the bridal chamber</Expl></Def><Tr>bride's attendant</Tr><Au>Ar. Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'νυμφεύτρια'}