Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτωπός
νύκτωρ
νύμφα
νυμφᾱγενής
νυμφᾱγέτᾱς
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγίᾱ
νυμφαγωγός
νυμφαῖος
νυμφεῖον
νυμφεῖος
νυμφεύματα
νυμφευτήρια
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφήιον
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
View word page
νυμφεῖος
νυμφεῖοςᾱ ονalsoος ονadj of a bedbridal, nuptialPi. E.

ShortDef

of a bride, bridal, nuptial

Debugging

Headword:
νυμφεῖος
Headword (normalized):
νυμφεῖος
Headword (normalized/stripped):
νυμφειος
IDX:
27389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27390
Key:
νυμφεῖος

Data

{'headword_display': '<b>νυμφεῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυμφεῖος</HL><Infl>ᾱ ον<VInfl><Lbl>also</Lbl><FmInfl>ος ον</FmInfl></VInfl></Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a bed</Indic><Tr>bridal, nuptial</Tr><Au>Pi. E.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'νυμφεῖος'}