Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμυλίᾱ
αἱμύλιος
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἵμων
αἵμων
αἷν
αἰναρέτης
View word page
αἱμο-σταγής
αἱμο-σταγήςέςadjστάζω of Erinyesdripping with bloodA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἱμοσταγής
Headword (normalized):
αἱμοσταγής
Headword (normalized/stripped):
αιμοσταγης
IDX:
2738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2739
Key:
αἱμοσταγής

Data

{'headword_display': '<b>αἱμο-σταγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱμο-σταγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στάζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>dripping with blood</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱμοσταγής'}