Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτωπός
νύκτωρ
νύμφα
νυμφᾱγενής
νυμφᾱγέτᾱς
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγίᾱ
νυμφαγωγός
νυμφαῖος
νυμφεῖον
νυμφεῖος
νυμφεύματα
νυμφευτήρια
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφήιον
νυμφίδιος
View word page
νυμφαῖος
νυμφαῖοςᾱ ονadjof hilltopsof the nymphsE.neut.sb.sanctuary of the nymphs, NymphaeumMen. Plu.

ShortDef

of or sacred to the Nymphs

Debugging

Headword:
νυμφαῖος
Headword (normalized):
νυμφαῖος
Headword (normalized/stripped):
νυμφαιος
IDX:
27387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27388
Key:
νυμφαῖος

Data

{'headword_display': '<b>νυμφαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυμφαῖος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of hilltops</Indic><Tr>of the nymphs</Tr><Au>E.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>sanctuary of the nymphs, Nymphaeum</Def><Au>Men. Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'νυμφαῖος'}