Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτοπορίᾱ
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτωπός
νύκτωρ
νύμφα
νυμφᾱγενής
νυμφᾱγέτᾱς
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγίᾱ
νυμφαγωγός
νυμφαῖος
νυμφεῖον
νυμφεῖος
νυμφεύματα
νυμφευτήρια
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφήιον
View word page
νυμφ-αγωγός
νυμφ-αγωγόςοῦm.fνύμφη person who escorts a bridebridal escortE.

ShortDef

leader of the bride

Debugging

Headword:
νυμφαγωγός
Headword (normalized):
νυμφαγωγός
Headword (normalized/stripped):
νυμφαγωγος
IDX:
27386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27387
Key:
νυμφαγωγός

Data

{'headword_display': '<b>νυμφ-αγωγός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νυμφ-αγωγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>νύμφη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>person who escorts a bride</Def><Tr>bridal escort</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νυμφαγωγός'}