Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτοπορέω
νυκτοπορίᾱ
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτωπός
νύκτωρ
νύμφα
νυμφᾱγενής
νυμφᾱγέτᾱς
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγίᾱ
νυμφαγωγός
νυμφαῖος
νυμφεῖον
νυμφεῖος
νυμφεύματα
νυμφευτήρια
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
View word page
νυμφαγωγίᾱ
νυμφαγωγίᾱᾱςf escorting of a brideto the bridegroombridal escortPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυμφαγωγίᾱ
Headword (normalized):
νυμφαγωγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
νυμφαγωγια
IDX:
27385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27386
Key:
νυμφαγωγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>νυμφαγωγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νυμφαγωγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>escorting of a bride<Expl>to the bridegroom</Expl></Def><Tr>bridal escort</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νυμφαγωγίᾱ'}