Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφρούρητος
νυκτογραφίᾱ
νυκτοθήρᾱς
νυκτομαχέω
νυκτομαχίᾱ
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορίᾱ
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτωπός
νύκτωρ
νύμφα
νυμφᾱγενής
νυμφᾱγέτᾱς
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγίᾱ
νυμφαγωγός
νυμφαῖος
View word page
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακέωcontr.vbνυκτοφύλαξ keep watch at nightbe a night-sentryX.

ShortDef

to keep guard by night

Debugging

Headword:
νυκτοφυλακέω
Headword (normalized):
νυκτοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
νυκτοφυλακεω
IDX:
27377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27378
Key:
νυκτοφυλακέω

Data

{'headword_display': '<b>νυκτοφυλακέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νυκτοφυλακέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νυκτοφύλαξ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>keep watch at night</Def><Tr>be a night-sentry</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'νυκτοφυλακέω'}