νυκτο-περιπλάνητος
νυκτο-περιπλάνητοςονadj[περιπλανάομαι] of a phallic deityroaming about by night
Ar.
ShortDef
roaming about by night
Debugging
Headword:
νυκτοπεριπλάνητος
Headword (normalized):
νυκτοπεριπλάνητος
Headword (normalized/stripped):
νυκτοπεριπλανητος
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27375
Data
{'headword_display': '<b>νυκτο-περιπλάνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυκτο-περιπλάνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιπλανάομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a phallic deity</Indic><Tr>roaming about by night</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νυκτοπεριπλάνητος'}