Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφρούρητος
νυκτογραφίᾱ
νυκτοθήρᾱς
νυκτομαχέω
νυκτομαχίᾱ
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορίᾱ
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτωπός
νύκτωρ
νύμφα
νυμφᾱγενής
νυμφᾱγέτᾱς
νυμφαγωγέω
View word page
νυκτο-περιπλάνητος
νυκτο-περιπλάνητοςονadjπεριπλανάομαι of a phallic deityroaming about by nightAr.

ShortDef

roaming about by night

Debugging

Headword:
νυκτοπεριπλάνητος
Headword (normalized):
νυκτοπεριπλάνητος
Headword (normalized/stripped):
νυκτοπεριπλανητος
IDX:
27374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27375
Key:
νυκτοπεριπλάνητος

Data

{'headword_display': '<b>νυκτο-περιπλάνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυκτο-περιπλάνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιπλανάομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a phallic deity</Indic><Tr>roaming about by night</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νυκτοπεριπλάνητος'}