Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτίβρομος
νυκτικρυφής
νυκτιλαμπής
νυκτιπαγής
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφρούρητος
νυκτογραφίᾱ
νυκτοθήρᾱς
νυκτομαχέω
νυκτομαχίᾱ
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπορέω
νυκτοπορίᾱ
νυκτοφυλακέω
νυκτοφύλαξ
νυκτωπός
View word page
νυκτι-φρούρητος
νυκτι-φρούρητοςονadjφρουρέω of audacityalert at nightA.

ShortDef

watching by night

Debugging

Headword:
νυκτιφρούρητος
Headword (normalized):
νυκτιφρούρητος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιφρουρητος
IDX:
27369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27370
Key:
νυκτιφρούρητος

Data

{'headword_display': '<b>νυκτι-φρούρητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυκτι-φρούρητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φρουρέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of audacity</Indic><Tr>alert at night</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νυκτιφρούρητος'}