Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμυλίᾱ
αἱμύλιος
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἵμων
αἵμων
View word page
αἱμορροέω
αἱμορροέωcontr.vbῥόος suffer from haemorrhagesNT.

ShortDef

to lose blood

Debugging

Headword:
αἱμορροέω
Headword (normalized):
αἱμορροέω
Headword (normalized/stripped):
αιμορροεω
IDX:
2736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2737
Key:
αἱμορροέω

Data

{'headword_display': '<b>αἱμορροέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>αἱμορροέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ῥόος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>suffer from haemorrhages</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'αἱμορροέω'}