Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορίᾱ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτᾱς
νυκτίβρομος
νυκτικρυφής
νυκτιλαμπής
νυκτιπαγής
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφρούρητος
νυκτογραφίᾱ
νυκτοθήρᾱς
View word page
νυκτι-λαμπής
νυκτι-λαμπήςέςadjλάμπω of a makeshift boatgleaming in the nightSimon.dub.cj.

ShortDef

illumined by night alone

Debugging

Headword:
νυκτιλαμπής
Headword (normalized):
νυκτιλαμπής
Headword (normalized/stripped):
νυκτιλαμπης
IDX:
27361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27362
Key:
νυκτιλαμπής

Data

{'headword_display': '<b>νυκτι-λαμπής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυκτι-λαμπής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λάμπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a makeshift boat</Indic><Tr>gleaming in the night</Tr><Au>Simon.<LblR>dub.cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'νυκτιλαμπής'}