Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορίᾱ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτᾱς
νυκτίβρομος
νυκτικρυφής
νυκτιλαμπής
νυκτιπαγής
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπόλος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
View word page
νυκτι-βάτᾱς
νυκτι-βάτᾱςdial.masc.adjβαίνω of a scoutnight-prowlingScol.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτιβάτᾱς
Headword (normalized):
νυκτιβάτᾱς
Headword (normalized/stripped):
νυκτιβατας
IDX:
27358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27359
Key:
νυκτιβάτᾱς

Data

{'headword_display': '<b>νυκτι-βάτᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυκτι-βάτᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a scout</Indic><Tr>night-prowling</Tr><Au>Scol.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νυκτιβάτᾱς'}