Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορίᾱ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτᾱς
νυκτίβρομος
νυκτικρυφής
νυκτιλαμπής
νυκτιπαγής
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπόλος
View word page
νυκτερ-ωπός
νυκτερ-ωπόςόνadjὤψ of dream-visionsappearing at nightE.

ShortDef

appearing by night

Debugging

Headword:
νυκτερωπός
Headword (normalized):
νυκτερωπός
Headword (normalized/stripped):
νυκτερωπος
IDX:
27354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27355
Key:
νυκτερωπός

Data

{'headword_display': '<b>νυκτερ-ωπός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυκτερ-ωπός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of dream-visions</Indic><Tr>appearing at night</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νυκτερωπός'}