Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορίᾱ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτᾱς
νυκτίβρομος
νυκτικρυφής
νυκτιλαμπής
νυκτιπαγής
View word page
νυκτερίς
νυκτερίςίδοςf creature of the nightbatOd. Hdt. Pl. X. Arist.as a nickname of a personAr.

ShortDef

a bat

Debugging

Headword:
νυκτερίς
Headword (normalized):
νυκτερίς
Headword (normalized/stripped):
νυκτερις
IDX:
27352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27353
Key:
νυκτερίς

Data

{'headword_display': '<b>νυκτερίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νυκτερίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>creature of the night</Def><Tr>bat</Tr><Au>Od. Hdt. Pl. X. Arist.</Au><nS2><Indic>as a nickname of a person</Indic><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'νυκτερίς'}