Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορίᾱ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτᾱς
νυκτίβρομος
νυκτικρυφής
View word page
νυκτερήσιος
νυκτερήσιοςονadj of the charms of love, amorous activitiesnocturnalE.dub. Ar.

ShortDef

nightly

Debugging

Headword:
νυκτερήσιος
Headword (normalized):
νυκτερήσιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτερησιος
IDX:
27350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27351
Key:
νυκτερήσιος

Data

{'headword_display': '<b>νυκτερήσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυκτερήσιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the charms of love, amorous activities</Indic><Tr>nocturnal</Tr><Au>E.<LblR>dub.</LblR> Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νυκτερήσιος'}