Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματῶψ
αἰμίθεος
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος
αἱμυλίᾱ
αἱμύλιος
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
View word page
αἱμο-ρραγής
αἱμο-ρραγήςέςadjῥήγνῡμι of a veinwith blood bursting outhaemorrhagingS.

ShortDef

bleeding violently

Debugging

Headword:
αἱμορραγής
Headword (normalized):
αἱμορραγής
Headword (normalized/stripped):
αιμορραγης
IDX:
2734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2735
Key:
αἱμορραγής

Data

{'headword_display': '<b>αἱμο-ρραγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱμο-ρραγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a vein</Indic><Def>with blood bursting out</Def><Tr>haemorrhaging</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱμορραγής'}