Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορίᾱ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτᾱς
View word page
νυκτερευτικός
νυκτερευτικόςή όνadjof houndstrained for night-workX.

ShortDef

fit for hunting by night

Debugging

Headword:
νυκτερευτικός
Headword (normalized):
νυκτερευτικός
Headword (normalized/stripped):
νυκτερευτικος
IDX:
27348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27349
Key:
νυκτερευτικός

Data

{'headword_display': '<b>νυκτερευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νυκτερευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of hounds</Indic><Tr>trained for night-work</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νυκτερευτικός'}