Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορίᾱ
View word page
νυκτερεύματα
νυκτερεύματατωνn.pl night-quartersfor pigsPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτερεύματα
Headword (normalized):
νυκτερεύματα
Headword (normalized/stripped):
νυκτερευματα
IDX:
27346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27347
Key:
νυκτερεύματα

Data

{'headword_display': '<b>νυκτερεύματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νυκτερεύματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>night-quarters<Expl>for pigs</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νυκτερεύματα'}