Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
View word page
νυκτερείᾱ
νυκτερείᾱᾱςfνυκτερεύω night-workref. to huntingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτερείᾱ
Headword (normalized):
νυκτερείᾱ
Headword (normalized/stripped):
νυκτερεια
IDX:
27345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27346
Key:
νυκτερείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>νυκτερείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νυκτερείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>νυκτερεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr> night-work<Expl>ref. to hunting</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νυκτερείᾱ'}