Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
νυκτερωπός
View word page
νυκτεγερτέω
νυκτεγερτέωcontr.vbνύξἐγείρω of soldiersbe on night-watchPlu.

ShortDef

to watch by night

Debugging

Headword:
νυκτεγερτέω
Headword (normalized):
νυκτεγερτέω
Headword (normalized/stripped):
νυκτεγερτεω
IDX:
27344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27345
Key:
νυκτεγερτέω

Data

{'headword_display': '<b>νυκτεγερτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νυκτεγερτέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νύξ</Ref><Ref>ἐγείρω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of soldiers</Indic><Tr>be on night-watch</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'νυκτεγερτέω'}