Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νουθετικός
νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινός
νυκτερίς
νύκτερος
View word page
νυγμός
νυγμόςοῦm prickingas a bodily sensationPlu.

ShortDef

pricking sensation, irritation

Debugging

Headword:
νυγμός
Headword (normalized):
νυγμός
Headword (normalized/stripped):
νυγμος
IDX:
27343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27344
Key:
νυγμός

Data

{'headword_display': '<b>νυγμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νυγμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>pricking<Expl>as a bodily sensation</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νυγμός'}