Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νουθέτησις
νουθετητέος
νουθετητικός
νουθετικός
νουμηνίᾱ
νουνέχεια
νουνεχής
νοῦς
νούσημα
νοῦσος
νυ
νῦ
νυγμή
νυγμός
νυκτεγερτέω
νυκτερείᾱ
νυκτερεύματα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
View word page
νυ
νυep.enclit.advseeνυν

ShortDef

now (see LSJ νῦν)

Debugging

Headword:
νυ
Headword (normalized):
νυ
Headword (normalized/stripped):
νυ
IDX:
27340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27341
Key:
νυ

Data

{'headword_display': '<b>νυ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νυ</HL><PS>ep.enclit.adv</PS></HG><XR>see<Ref>νυν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νυ'}